- κατασκευασμός
- κατασκευ-ασμός, ὁ,A contrinance, D.24.16; ἐκ δατασκευασμοῦ, Lat.ex composito, D.C.38.9, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατασκευασμός — κατασκευασμός, ὁ (Α) [κατασκευάζω] επινόημα, εφεύρημα («κατασκευασμὸς ὑπὲρ τοῡ λαθεῑν τόνδε τὸν νόμον τεθέντα», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
κατασκευασμός — contrinance masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευασμοῦ — κατασκευασμός contrinance masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)